μεγάνευρο

μεγάνευρο
το
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος εντόμων που παρουσιάζει συγγενική σχέση με τις σύγχρονες λιβελούλλες και τού οποίου αποτυπώματα ανακαλύφθηκαν σε λιθανθρακοφόρα στρώματα τής Γαλλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”